- εὐθηνῶ
- εὐθηνέωthrivepres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐθηνέωthrivepres ind act 1st sg (attic epic doric)εὐθηνόςthrivingmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθηνώ — εὐθηνῶ, έω (Α) ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
ευθήνησις — εὐθήνησις, ἡ (Α) [ευθηνώ] η ευθηνία … Dictionary of Greek
ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») … Dictionary of Greek
ευθηνός — και ευτηνός και φθηνός και φτηνός, ή, ό (ΑΜ εὐθηνός, ή, όν) φτηνός, αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή μσν. νεοελλ. ευτελής, μικρής αξίας αρχ. μσν. άφθονος, πλούσιος («εὐθηνοὶ καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ*, παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
κακοθηνώ — κακοθηνῶ, έω (Α) (για πρόβατα) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, δεν πηγαίνω καλά, δεν αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρίζα θην , που είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθανές ερμηνείες βλ. στο λ. ευθηνώ] … Dictionary of Greek